- μιαίνομαι
- μιαίνομαι, μιάνθηκα, μιασμένος βλ. πίν. 46
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μιαίνομαι — μιαίνω stain pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκμολύνομαι — ἐκμολύνομαι (Α) μολύνομαι, μιαίνομαι … Dictionary of Greek
καταπαλάσσομαι — (Μ) μολύνομαι, μιαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παλάσσομαι (μέσ. τού παλάσσω «ραντίζω μολύνω»)] … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
παραχραίνω — Α παθ. παραχραίνομαι ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι, μιαίνομαι, μολύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χραίνω «μολύνω»] … Dictionary of Greek
συγκαταμιαίνομαι — Α μολύνομαι συγχρόνως, μιαίνομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταμιαίνω «μολύνω, καταρρυπαίνω»] … Dictionary of Greek
ԶԱԶՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0710 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c չ. ԶԱԶՐԱՆԱՄ μιαίνομαι foedor գրի եւ ԶԱԶՐԱՄ. որ եւ ԶԱԶՐԻԼ. Զազիր եւ գարշելի լինել. աղտեղանալ. գէշ ու գանելի ըլլալ. ... *Իբր զհանդերձս ինչ ապարահից… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)